- γέλως
- (-ωτος), ο (AM γέλως)1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» — σαρκαστικό, πικρό γέλιοβ) «Αιάντειος γέλως» — μανιακό γέλιοαρχ.1. ο φλοίσβος τής θάλασσας2. το λακκάκι του γλουτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. γέλως, όπως και το ρ. γελώ*, συνδέεται με το αρμ. catr (γεν. catu) «γέλια», ανάγεται δε στη ρ. ĝel- χαμογελώ, γελώ».ΠΑΡ. γελοίοςνεοελλ.γέλος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γελωτοποιόςμσν.γελωτοκάρηνος, γελωτολόγος, γελωτουργόςνεοελλ.γελωτομανής. (Β' συνθετικό) κλαυσίγελωςαρχ.αισχρόγελως, ακαιρόγελως, αχρειόγελως, διάγελως, εγερσίγελως, έκγελως, ηδύγελως, κατάγελως, κωμωδόγελως, μισόγελως, μωρόγελως, παλίγγελως, πολύγελως, πραΰγελως, σπουδόγελως, υβρίγελως, υγρόγελως, φιλόγελωςνεοελλ.δακρύγελως (δακρύγελος), περίγελως (περίγελος). Τέλος στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται ως β' συνθετικό -γελος (πρβλ. αργυρόγελος, γλυκόγελος, πικρόγελος)].
Dictionary of Greek. 2013.